- πάμψυχος
- πάμψῡχος , πάμψυχοςin full lifemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάμψυχος — πάμψυχος, ον (Α) (για τον Αμφιάραο) ο γεμάτος ψυχή, δηλ. ζωή και δύναμη ή, κατ άλλη ερμ., αυτός που αναφέρεται σε όλες τις ψυχές («πάμψυχος ἀνάσσει» κυβερνά γεμάτος ζωή και δύναμη ή, κατά τον Σχολ., «πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει», κυβερνά όλες τις ψυχές,… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek